ὑπηρετοῦν

ὑπηρετοῦν
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπηρέτουν — ὑ̱πηρέτουν , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὑ̱πηρέτουν , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αεροδικείο — Στρατιωτικό δικαστήριο που εκδικάζει τα κακουργήματα και πλημμελήματα όσων ανήκουν στις αεροπορικές ένοπλες δυνάμεις. Έδρα του είναι η Αθήνα και η δικαιοδοσία του εκτείνεται σε όλη την επικράτεια. Τo α. εκδικάζει πάντοτε αξιόποινες πράξεις και… …   Dictionary of Greek

  • αδιακόνητος — η, ο (Α ἀδιακόνητος, ον) [διακονῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διακονείται, δεν τόν υπηρετούν, ο αβοήθητος αρχ. ανεκτέλεστος …   Dictionary of Greek

  • αδουλία — (I) ἀδουλία, η (Α) [ἄδουλος Ι] το να μην έχει κανείς δούλους για να τόν υπηρετούν, κατά συνέπεια η φτώχεια. (II) και ιά, η [άδουλος ΙΙ] η αδουλεψιά* (1, 2) …   Dictionary of Greek

  • ανάγχιπποι — ἀνάγχιπποι, οι (Μ) αυτοί που υπηρετούν διά τής βίας στο ιππικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. ο τ. είναι σύνθετος από τις λ. ἀνάγκη + ἵπποι, με αφομοίωση τού ψιλού στο αντίστοιχο δασύ] …   Dictionary of Greek

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • δεσποσιοναύται — δεσποσιοναῡται, οι (Α) είλωτες στη Σπάρτη που απελευθερώθηκαν με τον όρο να υπηρετούν στο ναυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεσπόσιος + ναύται, πληθ. τού ναύτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”